- λογισμοί
- λογισμόςcountingmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Evagrius Ponticus — Evagrius Ponticus, or Evagrius the Solitary (345 399 A.D.) was a Christian monk and ascetic. One of the rising stars in the late fourth century church, he was well known as a keen thinker, a polished speaker, and a gifted writer. Throughout his… … Wikipedia
λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek
πηρός — ά, όν, Α 1. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος τού σώματός του, ανάπηρος, σακάτης («πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ ἄρ ὄμμασι», Ανθ. Παλ.) 2. συνεκδ. ο πνευματικά ανάπηρος, ο διανοητικά ελαττωματικός, κουτός («ἀμβλεῑς καὶ πηροὶ», Φίλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
ρατιώνες — οἱ, Α οι λογισμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ratio, ōnis «λογισμός»] … Dictionary of Greek
ρεμβάζω — ΝΜ νεοελλ. ονειροπολώ, είμαι ήρεμος και αφήνω τη φαντασία μου ελεύθερη μσν. 1. (μτβ.) τριγυρίζω, κάνω κάποιον να γυρίζει γύρω από κάτι («καὶ ἕλκουσί σε οἱ λογισμοὶ καὶ ῥεμβάζουσι», Μακ. Αιγ.) 2. μέσ. ῥεμβάζομαι (για την ψυχή) έχω χάσει την… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… … Православная энциклопедия